Τετάρτη 23 Απριλίου 2014


Η φτωχή Ελληνίδα με τη συλλογή Βαν Γκογκ! Δηλώνει "ο πλουσιότερος φτωχός άνθρωπος στον κόσμο"

   Aπό το Greek Reporter,  Μετάφραση για το LIFO.gr: Γ. Αμανατίδης
  

 Η Ντορέτα Πέππα η Ελληνίδα που κληρονόμησε την 100 εκατομμυρίων δολαρίων συλλογή τέχνης, λέει οτι τα αριστουργήματα την οδήγησαν στη φτώχεια.   

Η οικογένεια της Ντορέτας Πέππα, της γκρίνιαζε για χρόνια, ζητώντας της να πετάξει τα παλιά κουτιά που ήταν στο υπόγειο. Καλυμμένα με ιστούς αράχνης, ανήκαν στον μακαρίτη πατέρα της και έμειναν κλειστά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Ντορέτα, 50 ετών σήμερα, τελικά άνοιξε τα κουτιά το Νοέμβριο του 2003, και βρήκε ένα μυστικό ανάμεσα στις προσεκτικά τυλιγμένες ελαιογραφίες. Μέσα στο σκοτάδι, άγγιξε με το δάχτυλό της μια γνώριμη υπογραφή – 'Vincent' – και αμέσως κατάλαβε ότι ήταν πλούσια. Όμως έντεκα χρόνια μετά, λέει πως η ανακάλυψη την άφησε απένταρη.


 «Δεν γνώριζα τίποτα σχετικά με έργα τέχνης», παραδέχεται. «Αλλά αναγνώρισα αμέσως το ύφος». Η υπογραφή 'Vincent' χρησιμοποιούταν φυσικά από τον Ολλανδό μετά-ιμπρεσιονιστή Vincent Van Gogh. «Κατάλαβα ότι είχα βρει κάτι σημαντικό. Είχα πάθει σοκ. Άγγιξα τον πίνακα και ξαφνικά ένιωσα ένα περίεργο συναίσθημα στο στομάχι μου». Το μυστηριώδες κουτί περιείχε ακόμα ένα σπάνιο βιβλίο σκίτσων του Van Gogh και ένα εκπληκτικό γυμνό του Cézanne ανάμεσα στα άλλα αντικείμενα. Οι εμπειρογνώμονες είπαν στη Ντορέτα, μια συγγραφέα από την Αθήνα, ότι η ανακάλυψη αυτή θα μπορούσε να αξίζει 100 εκατομμύρια δολάρια, αν και εφόσον μπορούσε να αποδειχτεί η γνησιότητα των αντικειμένων. Έτσι η ίδια αφιέρωσε τη ζωή της στις έρευνες για την προέλευση των έργων τέχνης.     Ο πατέρας της, Μελέτης Πέππας, ήταν Καπετάνιος στην Ελληνική Αντίσταση κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. «Ο πατέρας μου είχε γράψει στα χαρτιά του σχετικά με μια επίθεση σε ένα τρένο των Ναζί τον Οκτώβριο του 1944, στην Ελλάδα», λέει η Ντορέτα. «Πέντε έξι άτομα από την Αντίσταση, ανάμεσα τους και ο πατέρας μου, επιβιβάστηκαν σ' αυτό, πολέμησαν με τους Ναζί και λεηλάτησαν το τρένο». «Ήθελαν να κλέψουν τα πυρομαχικά» λέει, αλλά όταν οι στρατιώτες άνοιξαν τα μεγάλα κιβώτια με τα όπλα και τα πυρομαχικά, ανακάλυψαν επίσης δεκάδες προσεκτικά τυλιγμένους πίνακες ζωγραφικής. «Οι άλλοι στρατιώτες ήταν απλά επαρχιώτες», λέει η Πέππα. «Δεν ήξεραν τι είχαν στα χέρια τους. Όμως ο πατέρας μου ήταν ένας μορφωμένος άνθρωπος, και ένας ερασιτέχνης λάτρης της τέχνης. Επομένως αποφάσισε να κρατήσει τους πίνακες για τον εαυτό του». Τα έργα των ιμπρεσιονιστών και των άλλων σύγχρονων καλλιτεχνών όπως του Van Gogh και του Cézanne θεωρούνταν «έκφυλα», επειδή ο Χίτλερ προτιμούσε το ρεαλισμό. Καθώς η αυτοκρατορία του Φύρερ κατέρρεε, ο ίδιος προσπάθησε να απαλλαγεί από την "εκφυλισμένη" συλλογή του για να μαζέψει χρήματα και να συνεχίσει τον πόλεμο. Σύμφωνα με ιστορικά έγγραφα, πίνακες του Χίτλερ βρέθηκαν στη Γαλλία, μέσω του Λούβρου, όπου και καταγράφηκαν. Λέγεται ότι έπειτα οι πίνακες ταξίδεψαν σε όλη την Ευρώπη, και αγοράστηκαν από ιδιώτες συλλέκτες.  Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε το 1944 στην Ελλάδα, όμως στη χώρα ξέσπασε αμέσως ένας εμφύλιος πόλεμος ο οποίος διήρκησε από το Μάρτιο το 1946 μέχρι τον Οκτώβριο του 1949. «Ο πατέρας μου ήταν κομμουνιστής και ήταν πολύ απόλυτος για τις πολιτικές του πεποιθήσεις» λέει η Ντορέτα. «Μια από τις παιδικές μου αναμνήσεις είναι ότι είχε έρθει η αστυνομία στο σπίτι του πατέρα μου. Τον ανάγκασαν να καταδώσει άλλους Κομμουνιστές, αλλά αρνήθηκε». Σηκώνει το μανίκι από το πουλόβερ της, και δείχνει σημάδια τα οποία λέει ότι προέρχονται από σβησίματα τσιγάρου. «Ήμουν μόλις τριών χρονών», λέει. Ο Πέππας αφέθηκε ελεύθερος χάρη στην αμνηστία του 1961, αλλά εξακολούθησε να φυλάει τα έργα ως επτασφράγιστο μυστικό. Και συνέχισε να κρατά το μυστικό και όταν ήρθε η δικτατορία στην Ελλάδα, (1967-1974) φοβούμενος ότι η κυβέρνηση θα προχωρούσε σε κατάσχεση των έργων του.   Όταν ήταν τριών χρονών, οι γονείς της Ντορέτας χώρισαν. «Ο πατέρας μου δεν ήθελε η οικογένεια να κινδυνέψει εξαιτίας των πολιτικών του πεποιθήσεων. Πέθανε το 1973 όταν ήμουν δέκα χρονών». Μετά το χωρισμό, ο Πέππας εγκατέλειψε την οικογενειακή εστία, και αποθήκευσε όλα τα υπάρχοντα του, συμπεριλαμβανομένων και των έργων τέχνης, στο σπίτι ενός συγγενή στην Αθήνα. Εκεί παρέμειναν για παραπάνω από εξήντα χρόνια, χωρίς να τα αγγίξει κανείς, μέχρι που η Ντορέτα, τελικά, άνοιξε το κουτί. Η δημοσιοποίηση της ιστορίας της συμπίπτει με τις πρόσφατες αποκαλύψεις των Αμερικανικών αρχών για την μυστική δράση των 'Monuments Men' – που ενέπνευσαν την ταινία στην οποία πρωταγωνιστεί ο George Clooney. Η ομάδα των τολμηρών ερευνητών είχε εντοπίσει πολλά κλεμμένα έργα τέχνης κρυμμένα σε όλη τη Γερμανία και την Αυστρία. Μερικά ήταν κρυμμένα σε κάστρα, άλλα σε αλατωρυχεία. Αν η Ντορέτα κατάφερνε να αποδείξει την αυθεντικότητα των έργων, θα είχε στα χέρια της έναν θησαυρό. Έτσι, πήγε τους πίνακες σε όποιον ειδικό μπορούσε να βρει.   Ένας ειδικός που εξέτασε το σημειωματάριο με τα σκίτσα του Van Gogh κατέληξε ότι πιθανότατα είναι από τη Βασιλική Ακαδημία Τεχνών, στις Βρυξέλλες, όπου ήταν μαθητής ο Van Gogh στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι εργαστηριακές εξετάσεις επιβεβαίωσαν την ηλικία και την πιστότητα του χαρτιού. 


Ένας εξέχων ειδικός τέχνης από μια γκαλερί στο Μοναχό εξέτασε επίσης το σημειωματάριο. Η Ντορέτα λέει ότι τον έπιασε ιδρώτας, πριν της πει «Είσαι μια πολύ πλούσια κυρία, και είμαι πολύ χαρούμενος για σένα». Αν αποδεικνυόταν ότι ήταν γνήσιο, της αποκάλυψε ότι το σημειωματάριο από μόνο του θα μπορούσε να της προσφέρει 3,5 εκατομμύρια δολάρια. Η Ντορέτα επισκέφτηκε έναν κορυφαίο ειδικό αναγνώρισης προσώπων, τον Δρ. Δημήτρη Μπερδέλη, ο οποίος εξέτασε μια φωτογραφία που βρισκόταν στη συλλογή του πατέρα της. Σύγκρινε την εικόνα με αυθεντικές φωτογραφίες του Vincent Van Gogh, και επιβεβαίωσε ότι όντως συνδέονταν.    Το πορτρέτο της με τον «Άνδρα με την Πίπα» σε καμβά πιστεύεται ότι απεικονίζει τον Dr. Paul-Ferdinand Gachet, τον γιατρό που επισκεπτόταν τον Van Gogh τους τελευταίους μήνες της πολυτάραχης ζωής του. Ο Gachet ζούσε στο Auvers, (όπως και ο Van Gogh το 1890), και ήταν γνωστός συλλέκτης της ιμπρεσιονιστικής τέχνης. Πολλοί πίνακες του Van Gogh που ανήκαν στο Gachet κρέμονται σε γκαλερί και σε προσωπικές συλλογές σε όλο τον κόσμο. Αν το έργο ήταν γνήσιο, η αποτίμηση του έφτανε στο εντυπωσιακό ποσό των 60 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο Herr Klaus Postupa από το Bundes Archiv στη Γερμανία επιβεβαιώνει σε ένα email ότι η σφραγίδα των Ναζί στο πίσω μέρος του πίνακα της Ντορέτα, «απ' όσο μπορώ να δω, είναι αυθεντική, οι δύο επίσημες σφραγίδες ανήκουν στον Αρχηγό του Γραφείου Τύπου του Εξωτερικού Γραφείου του Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Εργατών... Πιστεύω ότι αυτού του είδους οι σφραγίδες χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος.»   Ο Herr Klaus Postupa από το Bundes Archiv στη Γερμανία επιβεβαιώνει σε ένα email ότι η σφραγίδα των Ναζί στο πίσω μέρος του πίνακα της Ντορέτα, «απ' όσο μπορώ να δω, είναι αυθεντική, οι δύο επίσημες σφραγίδες ανήκουν στον Αρχηγό του Γραφείου Τύπου του Εξωτερικού Γραφείου του Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Εργατών... Πιστεύω ότι αυτού του είδους οι σφραγίδες χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος.» Όμως η σύνδεση με το Χίτλερ προβλημάτισε τον κόσμο της τέχνης:

 «Οι έμποροι έργων τέχνης μου είπαν ότι αυτή ήταν τέχνη των Ναζί και θα της δημιουργούσε προβλήματα. "Ξέχνα το" μου είπαν», λέει η Ντορέτα. «Οι έμποροι τέχνης στην Ελλάδα δεν ήθελαν να τα αγγίξουν. Αλλά πήγα πολύ μακριά για να μάθω σε ποιον ανήκαν αρχικά αυτοί οι πίνακες. Έφτασα ακόμη και στην Interpol.» Αλλά κανένα έργο τέχνης δεν ταίριαζε με την περιγραφή αυτών που είχαν δηλωθεί ως κλεμμένα, από κανέναν συλλέκτη στον κόσμο. Και έτσι σύμφωνα με τον ελληνικό νόμο, οι πίνακες ανήκουν νόμιμα στην Ντορέτα. Ούτε το Λούβρο δεν θέλησε να σχετιστεί με τους πίνακες. «Η δικαιολογία τους ήταν ότι οι πίνακες ανήκαν στους Εβραίους» λέει.   Όμως η Ντορέτα πιστεύει πως υπήρχε ένας άλλος λόγος για την αδιαφορία τους: Ότι η ίδια η ύπαρξη συγκεκριμένων κομματιών στη συλλογή της, μπορεί να αποδείξει ότι τα υπάρχοντα έργα – που κρέμονται σε ιδιωτικές συλλογές και αξίζουν εκατομμύρια δολάρια- ίσως είναι ψεύτικα.

 «Αυτές οι γκαλερί και οι οίκοι δημοπρασιών, δεν είναι τίποτα λιγότερο από καρτέλ. Έχουν συνεννοηθεί να μην αγοράσουν τα κομμάτια μου, και έχω πέσει θύμα τρομερού εκφοβισμού απ' τον κόσμο της τέχνης.»   Το μουσείο του Van Gogh επικοινώνησε με τη Ντορέτα το Δεκέμβριο του 2006, και της ζήτησε να δει τον πίνακα του «Άνδρα με την Πίπα». Λέει ότι η απαίτησή τους ήταν εξωφρενική: «Είπαν ότι θα τον πιστοποιήσουν, όμως το συμφωνητικό που μου έστειλαν έλεγε πως είχαν το δικαίωμα να το κρατήσουν για πάντα, δωρεάν». Το μουσείο του Van Gogh επικοινώνησε με τη Ντορέτα το Δεκέμβριο του 2006, και της ζήτησε να δει τον πίνακα του «Άνδρα με την Πίπα». Λέει ότι η απαίτησή τους ήταν εξωφρενική: «Είπαν ότι θα τον πιστοποιήσουν, όμως το συμφωνητικό που μου έστειλαν έλεγε πως είχαν το δικαίωμα να το κρατήσουν για πάντα, δωρεάν». Η Ντορέτα αποκαλύπτει πως έχει ήδη ξοδέψει 150.000 δολάρια για να πιστοποιήσει τους πίνακες, κάνοντας ακτινες Χ και διάφορες άλλες εργαστηριακές εξετάσεις.   «Είμαι πολύ φτωχή. Ξόδεψα ό,τι οικονομίες είχα για την πιστοποίηση. Ο κόσμος της τέχνης ακόμα αμφισβητεί τις εργαστηριακές εξετάσεις που έχω κάνει σχετικά με τον πίνακα. Έχω ξοδέψει τόσα πολλά λεφτά, που τελικά έχασα και το σπίτι μου. Έπρεπε να το πουλήσουμε. Δε θέλω καν να πουλήσω τον πίνακα, αυτό που θέλω είναι να παραδεχτούν ότι είναι αληθινός.» Σήμερα, η Ντορέτα ζει στριμωγμένη σ' ένα μικροσκοπικό διαμέρισμα στο κέντρο της Αθήνας, και μόλις μετά βίας καταφέρνει να φυλά τους πίνακες σε ένα ακριβό θησαυροφυλάκιο, στο οποίο θα είναι ασφαλείς. Παλεύει ακόμα για να αποδείξει την προέλευση της συλλογής της. Μέχρι τότε, λέει «Παραμένω ο πλουσιότερος φτωχός άνθρωπος στον κόσμο». Πηγή: www.lifo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου